- μακαράς
- ο1) блок, шкив; 2) катушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακαράς — ο 1. τροχαλία, καρούλι 2. κουβαρίστρα 3. βαρούλκο, βίντσι, γερανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macara] … Dictionary of Greek
μακαράς — ο (λ. τουρκ.), τροχαλία, καρούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάκαρας — Μάκαρ blessed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρας — μάκαρ blessed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASPHODELI Prata — apud Poetas, quid denotârint, aperit Gregorius Nazianzenus Orat. fun. in Basilium M. de Minoe et Rhadamantho loquens, Quos, ait, Graeci asphodeli pratis et campis censuêre dignos Elysus, quum in opinionem, quemadmodum et nos, Paradisi devenissent … Hofmann J. Lexicon universale
LUPUS — I. LUPUS Cos. cum Maximo, A. U. C. 984. II. LUPUS Dux Seu. Imp. ab Albini militibus victus, de quo vide Casaub. ad Seu. Spartiani. III. LUPUS Ep. Senonensis, qui tantâ erat in pauperes munificentiâ, ut nullum sibi thesaurum relinqueret, sed omnes … Hofmann J. Lexicon universale
κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… … Dictionary of Greek
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek
τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… … Dictionary of Greek
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek
macara — MACARÁ, macarale, s.f. Aparat, dispozitiv sau sistem tehnic construit pe principiul scripeţilor, cu care se ridică (şi se deplasează) greutăţi (mari) pe distanţe scurte. – Din tc. makara. Trimis de claudia, 22.03.2008. Sursa: DEX 98 MACARÁ s. 1 … Dicționar Român